- φυσιογνωμική
- ηη τέχνη της αναγνώρισης του χαρακτήρα ή των ψυχικών ιδιοτήτων ατόμου από τη μελέτη του προσώπου του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσιογνωμική — η, Ν βλ. φυσιογνωμίας … Dictionary of Greek
γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… … Dictionary of Greek
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek
προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… … Dictionary of Greek
φυσιογνωμικός — ή, ό / φυσιογνωμικός, ή, όν, ΝΑ [φυσιογνωμία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμία 2. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμική α) η μελέτη τής συστηματικής σχέσης μεταξύ τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών… … Dictionary of Greek
φυσιογνωμονικός — ή, ό / φυσιογνωμονικός, ή, όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική η φυσιογνωμική αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση 2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν τίτλος… … Dictionary of Greek
Αποστολάκης, Γεώργιος — (Καλαμάτα 1890 – Αθήνα 1964).Γιατρός και συγγραφέας έργων της ειδικότητάς του, αδελφός του φιλόλογου Γιάννη Αποστολάκη (βλ. λ.). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στην ανατομική σε διάφορα ευρωπαϊκά ινστιτούτα (Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Λαβάτερ, Γιόχαν Κάσπαρ — (Johann Kaspar Lavater, Ζυρίχη 1741 – 1801). Ελβετός συγγραφέας και Διαμαρτυρόμενος θεολόγος. Διετέλεσε πάστορας σε διάφορες εκκλησίες της Ζυρίχης, ενώ εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και θεολογικά συγγράμματα. Το 1775 δημοσίευσε το βιβλίο… … Dictionary of Greek
φυσιογνωμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη φυσιογνωμία, που είναι της φυσιογνωμίας. 2. το θηλ. ως ουσ., φυσιογνωμική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)